- κουραμπιές
- ο(λ. τουρκ.)1. είδος γλυκίσματος.2. ο στρατιωτικός που είναι αποσπασμένος σε γραφεία και δεν παίρνει μέρος στις επιχειρήσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουραμπιές — ο 1. γλύκισμα που παρασκευάζεται συνήθως τα Χριστούγεννα, αποτελείται από αλεύρι, βούτυρο ή και αμύγδαλο και είναι πασπαλισμένο με άχνη ζάχαρης 2. στρατιώτης που δεν μετέχει σε επιχειρήσεις, αλλά είναι αποσπασμένος σε γραφείο, απόλεμος 3. νωθρός … Dictionary of Greek
Christmas worldwide — Christmas around the world redirects here. For other uses, see Christmas Around the World (Bradley Joseph album). The Christmas season is celebrated in different ways around the world, varying by country and region. Elements common to many areas… … Wikipedia
Kourabies — Kourambiedes (Greek: κουραμπιές , plural κουραμπιέδες ) is a popular Greek pastry. It is made of baked dough sometimes containing almonds and sprinkled with powdered sugar. It is also common to stick a piece of clove on top; however, it is just… … Wikipedia
Kourabiedes — Une assiette de kourabiedes Le Kourabies, au pluriel kourabiedes (en grec : κουραμπιές, κουραμπιέδες) est une pâtisserie grecque. C est un biscuit épais et moelleux, parfois aux amandes et saupoudré de sucre glace … Wikipédia en Français
Kourabies — Kourabiedes Une assiette de kourabiedes Le Kourabies, au pluriel kourabiedes (en grec : κουραμπιές, κουραμπιέδες) est une pâtisserie grecque. C est un biscuit épais et moelleux, parfois aux amandes et saup … Wikipédia en Français
Kourabies — Kourabiedes. El kourabies (plural kourabiedes; en griego κουραμπιές, κουραμπιέδες) es una galleta de mantequilla griega ligera, hecha típicamente con almendra. A veces se hace con brandy, normalmente metaxa, para darle aroma, aunque … Wikipedia Español
σοκολατένιος — και τσοκολατένιος, α, ο, Ν 1. παρασκευασμένος από σοκολάτα 2. αυτός που έχει το χρώμα τής σοκολάτας, σοκολατής 3. φρ. «σοκολατένιος στρατιώτης» στρατιώτης ο οποίος κατά τον πόλεμο παραμένει στα γραφεία τών μετόπισθεν, άμαχος, αλλ. κουραμπιές.… … Dictionary of Greek
corăbia — corăbiá (corăbiéle), s.f. – Prăjină, fursec. tc. korabiie (Şeineanu, II, 145), probabil în legătură cu cuvîntul următor, cf. sp. barquillo. Din tc. provin şi ngr. ϰουραμπιές, bg. korabija. Trimis de blaurb, 14.11.2008. Sursa: DER … Dicționar Român
τρίβω — έτριψα, τρίφτηκα, τριμμένος 1. μαλάζω κάτι μετακινώντας πάνω του άλλο σώμα: Τρίβω το γόνατο με το χέρι. 2. βγάζω με την τριβή, αποσπώ: Τρίβω το καλαμπόκι. 3. καθαρίζω: Τρίβει τα τζάμια. 5. συντρίβω, κάνω σκόνη, αλέθω: Τρίβω πιπέρι. 6. (για ρούχα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίμμα — το, ατος ό,τι μεταβάλλεται με την τριβή σε πολύ μικρό κομμάτι, θρύψαλο, θρύμμα: Ο κουραμπιές έγινε τρίμματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)